- ἄφοβος
- ἄφοβοςwithout fearmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άφοβος — η, ο (AM άφοβος, ον) αυτός που δεν φοβάται νεοελλ. επίρρ. άφοβα χωρίς φόβο, με θάρρος (αρχ.μσν.) 1. αυτός που δεν προκαλεί φόβο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφοβον η τόλμη μσν. όποιος δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, ο εξασφαλισμένος … Dictionary of Greek
άφοβος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φοβάται, γενναίος, τολμηρός: Από μικρός ήταν άφοβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιωάννης ο Άφοβος — (John the Fearless, Ντιζόν 1371 – Μοντερό 1419).Δούκας της Βουργουνδίας (1404 19). Ήταν γιος του Φίλιππου του Τολμηρού και της Μαργαρίτας της Φλάνδρας. Ο γάμος του με τη Μαργαρίτα της Βαυαρίας συνετέλεσε στην προσάρτηση νέων εδαφών, ανάμεσα στα… … Dictionary of Greek
ἀφοβώτερον — ἄφοβος without fear masc acc comp sg ἄφοβος without fear neut nom/voc/acc comp sg ἄφοβος without fear adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόβως — ἄφοβος without fear adverbial ἄφοβος without fear masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφοβον — ἄφοβος without fear masc/fem acc sg ἄφοβος without fear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοβώτερος — ἄφοβος without fear masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόβοις — ἄφοβος without fear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόβου — ἄφοβος without fear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφόβους — ἄφοβος without fear masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)